- κλεψίαμβος
- κλεψίαμθος, ὁ (Α)1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι«μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ-κλεψ-α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ-ίαμβος, χωλ-ίαμβος].
Dictionary of Greek. 2013.